καταχωρίσαι

καταχωρίσαι
καταχωρίζω
place in position
aor inf act
καταχωρίσαῑ , καταχωρίζω
place in position
aor opt act 3rd sg
καταχωρίζω
place in position
aor inf act
καταχωρίσαῑ , καταχωρίζω
place in position
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσυστέλλομαι — Α συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μειώνομαι εκ τών προτέρων («οὕς καὶ καταχωρίσαι εἰς τὴν προσυνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”